- εθελοντικός
- η , ό[ν]1) добровольный; 2) добровольческий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθελοντικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή 2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«) … Dictionary of Greek
εθελοντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον εθελοντή, εκούσιος: Η συμμετοχή στον έρανο είναι εθελοντική. 2. (για στρατ. σώματα), που αποτελείται από εθελοντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεληματικός — ή, ό (Μ θεληματικός, ή, όν) [θέλημα] αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, εκούσιος, εθελοντικός νεοελλ. σκόπιμος («όποιος κάνει αυτό με απόφαση θεληματική», Σολωμ.). επίρρ... θεληματικώς και ά (Μ θεληματικῶς και ά) με τη θέληση μου (σου, του) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
εκούσιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με τη θέληση κάποιου, θεληματικός, εθελοντικός: Εκούσια απαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)